Η υπεραλίευση είναι ένα διεθνές πρόβλημα με περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Με αφορμή τη Διεθνή Διάσκεψη Υψηλού Επιπέδου για την Αλιευτική Ικανότητα, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαρτίου, στη Θεσσαλονίκη, η ομάδα Ιστοσελίδας της Προεδρίας πήρε συνέντευξη από την Κα Όλγα Αρμένη, Ιχθυολόγο, σύμβουλο του Έλληνα Υπουργού Ανάπτυξης και Τροφίμων, Αθανάσιου Τσαυτάρη.
Ερ: Τι είναι η Κοινή Αλιευτική Πολιτική και ποιοι οι λόγοι που οδήγησαν στην αναθεώρησή της;
Απ: Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική είναι το πλαίσιο των κανόνων που αφορούν την άσκηση της αλιείας από τα Κράτη- Μέλη της ΕΕ και έχει στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης περιβαλλοντικής, οικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας στην αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια.
Δεδομένου, ωστόσο, ότι ο κλάδος της αλιείας αντιμετωπίζει αβέβαιο μέλλον και η κατάσταση των αποθεμάτων είναι ανησυχητική, καθώς τα σκάφη της ΕΕ εξακολουθούν να αλιεύουν περισσότερα ψάρια από όσα μπορούν να αναπαραχθούν με ασφάλεια, η ΕΕ προχώρησε στην αναθεώρηση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής της, με στόχο την ορθολογική ανάπτυξη του τομέα, τη δημιουργία νέων ευκαιριών απασχόλησης στις παράκτιες περιοχές και τελικά την προμήθεια των καταναλωτών με υγιεινό ψάρι αποτέλεσμα ορθολογικής αλιείας.
Ερ: Ποια είναι τα αποτελέσματα από την μέχρι τώρα εφαρμογή της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής; Τι μπορούμε να περιμένουμε για το μέλλον;
Απ: Σήμερα δεν υπάρχουν επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για την σαφή κατάσταση του 60% των αποθεμάτων. Ο τρόπος διαχείρισης των αλιευτικών αποθεμάτων την περίοδο 2003-2010 αποδεικνύει ότι οι δυνατότητες αλιείας που είχε εγκρίνει το αρμόδιο Συμβούλιο ήταν υψηλότερες κατά 40% σε σχέση με τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις. Σύμφωνα με επιστημονικές εκτιμήσεις, μέχρι σήμερα, οι απορρίψεις ανέρχονται στο 23% επί της συνολικής αλιευτικής παραγωγής, που σημαίνει ότι 1,7 εκατομμύρια τόνοι ψαριών ετησίως πετάγονται πίσω στη θάλασσα.
Παράλληλα, την τελευταία δεκαετία έχουν χαθεί περισσότερες από το 30% των θέσεων εργασίας στον αλιευτικό τομέα και οι νέοι δεν ενδιαφέρονται να εισέλθουν στο επάγγελμα, ενώ παραπάνω από το 65% των αλιευτικών προϊόντων στην ΕΕ είναι εισαγωγές.
Με την εφαρμογή της αναθεωρημένης πολιτικής, ειδικότερα της αρχής της «μέγιστης βιώσιμης απόδοσης», αναμένεται ότι, τουλάχιστον το 80% των αποθεμάτων, θα αλιεύεται σε επίπεδα «μέγιστης βιώσιμης απόδοσης» το 2020. Το μέγεθος των αποθεμάτων εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 15 εκατομμύρια τόνους και η παραγωγή κατά 500.000 τόνους, ενώ παράλληλα ο αριθμός των θέσεων εργασίας θα σημειώσει άνοδο 30% το 2022.
Ερ: Στο πλαίσιο επίτευξης αυτών των στόχων, πώς μπορεί να συμβάλλει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας;
Αρ: Το νέο Ταμείο αλιείας (Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας), με προϋπολογισμό 6,4 δις ευρώ για την περίοδο 2014-2020, στηρίζει κατά προτεραιότητα δράσεις για μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μεταξύ των δράσεων προβλέπονται: η στήριξη της ανασύστασης των αποθεμάτων, η προοδευτική απαγόρευση των απορρίψεων, η ενίσχυση των δραστηριοτήτων υδατοκαλλιέργειας, της καινοτομίας σε πρακτικές που στοχεύουν στην περιβαλλοντική προστασία, και η προώθηση μέτρων για τη μικρή παράκτια αλιεία και τους νέους αλιείς. Το Ταμείο στηρίζει επίσης δράσεις της Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Πολιτικής, τη συλλογή αλιευτικών δεδομένων και δαπανών ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων, καθώς και τη μεταποίηση και την εμπορία των αλιευτικών προϊόντων.
Επιπλέον στηρίζονται δράσεις όπως, η αλλαγή μηχανής και η αγορά εξοπλισμού αλιευτικών σκαφών για τη βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας και υγιεινής των εργαζομένων, και η παύση των αλιευτικών δραστηριοτήτων, για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Ερ: Πώς κατανέμονται οι πόροι στα κράτη μέλη;
Απ: Η κατανομή των πόρων μεταξύ των Κρατών-Μελών είναι ανάλογη της προσέγγισης του τομέα, λαμβάνοντας μεταξύ άλλων υπόψη τα κριτήρια απασχόλησης, την παραγωγή αλιείας και υδατοκαλλιέργειας και τη συμμετοχή της μικρής παράκτιας αλιείας στον αλιευτικό στόλο. Με τον τρόπο αυτό η ΕΕ προσδοκά να επιτύχει τη βελτίωση της κατάστασης στον αλιευτικό τομέα και την άνοδο του επιπέδου διαβίωσης των αλιέων στα κράτη μέλη.
Ερ: Το πρόβλημα των μειωμένων αποθεμάτων και της υπερ- ικανότητας αγγίζει μόνο την ΕΕ ή είναι ευρύτερο;
Απ: Το πρόβλημα είναι ευρύτερο και για το λόγο αυτό απαιτείται συντονισμένη δράση για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε Διεθνής Διάσκεψη Υψηλού Επιπέδου για την Αλιευτική Ικανότητα, στις 13-14 Μαρτίου, στη Θεσσαλονίκη. Σκοπός της Διάσκεψης ήταν η δραστηριοποίηση σε θέματα διαχείρισης της αλιευτικής ικανότητας, των εμπλεκομένων, σε διεθνές επίπεδο, αναλαμβάνοντας περισσότερη δράση. Για αυτό τον σκοπό, πρόκειται να υπογραφεί από τους συμμετέχοντες Κοινή Δήλωση, κυρίως των χωρών που έχουν σημαντικό ενδιαφέρον στην αλιεία, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ινδονησία και πιθανόν το Μαρόκο και η Κολομβία. Η Δήλωση αυτή αποτελεί πολιτική δέσμευση αυτών που την υπογράφουν και στηρίζεται σε εγκεκριμένες πολιτικές. Με τον τρόπο αυτό, χώρες εκτός ΕΕ, θα αναγκαστούν να συμμορφωθούν και να πάρουν μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερ-ικανότητας.